«Οἱ Ἀπόστολοι
ὡς ἐδίδαξαν...»(β).
του μητροπολίτου Αττικής
και Μεγαρίδος κ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
Ὅταν, ἀπαγγέλλουμε τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», καταθέτουμε τήν ὁμολογία, ὅτι πιστεύουμε, ἀναπαυόμαστε καί ἀνακαινιζόμαστε στήν ἀγκαλιά τῆς «Ἀποστολικῆς» Ἐκκλησίας. Παράλληλα, ἀνοίγουμε ἕνα εὐρύτατο κεφάλαιο τῆς Ἐκκλησιολογίας μας καί ψηλαφοῦμε-μέ δέος ψυχῆς-μιά πραγματικότητα, πού ἐνῶ ὑπερβαίνει τήν ἀντιληπτική μας ἱκανότητα, θησαυρίζεται μέσα μας ὡς θητεία καί μαθητεία «παρά τούς πόδας» τῶν μεγαλύτερων καί γνησιώτερων δασκάλων τῆς Οἰκουμένης καί ὡς ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς μας στή μόνη Ἀλήθεια, πού φωτίζει τούς οὐρανούς καί νοηματίζει τό γήινο μόχθο μας.
***
Ἡ ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐκφράζεται μόνο μέ τήν ἀδιάκοπη, ἁλυσιδωτή διαδοχή τῶν λειτουργῶν Της. Λειτουργεῖ, ταυτόχρονα καί πιστοποιεῖται καί ἐπιβάλλεται μέ τήν «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» λιτάνευση τοῦ σωστικοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου καί τήν ἀντίστοιχη ἐγκάρδια μαθητεία καί ἀποδοχή τοῦ μηνύματος ἀπό τίς διαδοχικές ἀνθρώπινες γενεές.
Στό προηγούμενο κείμενό μου, πρώτη ἀπόπειρα παρουσίασης καί ἀνάλυσης τοῦ χαρακτήρα τῆς ἀποστολικότητας τῆς Ἐκκλησίας μας, σᾶς κάλεσα νά σταθοῦμε νά ἀκούσουμε, μέ σεβασμό καί μέ προσοχή, τό πρόσταγμα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου μας στούς ἔκπληκτους καί ἔκθαμβους μαθητές Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...».
Σέ τοῦτο, τό δεύτερο κείμενο, νοιώθω τό χρέος νά ἱστορήσω, τήν ἀνταπόκριση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στήν Ἀποκάλυψη καί στό πρόσταγμα τοῦ Διδασκάλου Κυρίου. Τήν προσωπική τους ἀφοσίωση στό Πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου. Τήν πιστότητά τους, ὅπως τήν ἐμπλούτισαν καί τή μετάδωσαν στά πλήθη, κατά τή μέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Καί ὅπως τήν κληροδότησαν, πάντα θερμή καί πάντα δυναμική, στούς ἄμεσους διαδόχους τους, λειτουργούς τοῦ εὐρύτατου ἐκκλησιαστικοῦ περιβόλου καί στίς γενιές τῶν διαδόχων λειτουργῶν, πού θά διακονήσουν τήν Ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστοῦ ἴσαμε τήν τελευτή τῶν αἰώνων.
***
Ἡ πρώτη, κυρίαρχη ἄποψη στήν Ἐκκλησιολογία μας, ἀποσαφηνίζει, ὅτι ὁ εὐαγγελισμός τοῦ λαοῦ δέ γίνεται μόνο μέ τό λόγο, μόνο μέ τή διδαχή καί τήν ἱστόρηση τῶν γεγονότων. Συμπληρώνεται καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν κατάθεση τῶν προσωπικῶν ἐμπειριῶν, τῆς πηγαίας, θερμῆς ἀφοσίωσης στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτῆ καί τῆς αὐθόρμητης πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τῆς χαρισματικῆς ἁγιότητας.
Τό «πορευθέντες μαθητεύσατε» δέ θεσπίζει καί δέν ἐπιβάλλει μόνο τήν ἀφηγηματική περιγραφή τῶν γεγονότων καί τή διδακτική-μόνο-ἐξαγγελία καί ἀνάλυση τοῦ Θείου θελήματος. Διευρύνει τήν ἔννοια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί τῆς Διδαχῆς, μέ τήν ἄδολη προβολή τοῦ προσωπικοῦ, πνευματικοῦ, ἀποκτήματος. Ἡ σεμνή παρουσία καί ἡ ἐξαγιασμένη συμπεριφορά τοῦ λειτουργοῦ, φορέα τοῦ μηνύματος, ἐπισημαίνει, ὅτι ἡ ἀναγγελία τοῦ καινοῦ μηνύματος καί τῆς καινῆς ζωῆς δέν εἶναι στεῖρος, «κατά συνθήκην» λόγος, ἀλλά μετάγγιση τοῦ θησαυρισμένου πλούτου τῆς καρδιᾶς. Τῆς γνώσης καί τῶν βιωμάτων, πού ἔσπειρε στή γόνιμη γῆ τῆς ψυχῆς τό παντοδύναμο Θεϊκό χέρι καί τά διαφύλαξαν, μέ πιστότητα καί δέος, οἱ ἀποδέκτες τῶν ἀτίμητων δωρεῶν.
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἦταν τά ἐξαγιασμένα δοχεῖα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Κήρυτταν μέ τό λόγο τους. Καί ἔπειθαν μέ τήν ἅγια συμπεριφορά τους. Ἔδειχναν, κατά τίς ἀναστροφές τους-δίχως τήν παραμικρή ἐπιτήδευση-ὅτι τό ἀποθεματικό τῆς καρδιᾶς τους ἦταν ἡ διδαχή καί τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Καί ἔπειθαν, τή συναγμένη καί μαθητευόμενη ὁμήγυρη τῆς Ἐκκλησίας, νά κλείσει καί αὐτή, στά βάθη τῆς ψυχῆς, τό δυναμκό σπόρο. Νά τόν βοηθήσει νά βλαστήσει καί νά καρποφορήσει τἠν ἀφοσίωση στό Θεό Πατέρα καί τή γνήσια ἀγάπη στόν ἀδελφό ἄνθρωπο. Καί νά ἀναδειχτεῖ ἡ κάθε ὕπαρξη γνήσιος φορέας τοῦ μεγάλου, Εὐαγγελικοῦ μηνύματος. «Ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. ε΄ 13).«Φῶς τοῦ κόσμου» καί «Πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε΄ 14).
Θά ξεχωρίσω δυό ἀπό τά πολλά δείγματα αὐτοῦ τοῦ χαρισματικοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Πέτρος γράφει στή δεύτερη Καθολική του Ἐπιστολή: «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καί παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέτρ. α΄ 16).
Ἐπιλεγμένος καί κλητός Ἀπόστολος ὁ Παῦλος, στή δεύτερη ἐπιστολή του «πρός Κορινθίους», τούς χειραγωγεῖ στόν ἄμεσο καί γνήσιο σύνδεσμο μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὥστε νά ἀναδειχτοῦν δοχεῖα τῆς Λυτρωτικῆς Χάριτος καί ἀνθῶνες τῆς εὐωδίας Χριστοῦ. «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις καί ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις, οἷς μέν ὀσμή θανάτου, οἷς δέ ὀσμή ζωῆς». Δέν κηρύττουμε μέ δόλια σκοπιμότητα, ὅπως κάποιοι ἄλλοι, «καπηλεύοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ᾿ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦντες» (Β΄ Κορινθ. β΄ 15-17).
***
Τή διακριτική αὐτή λειτουργία τοῦ ἀποστολικοῦ χαρίσματος, τή σοβαρότατη εὐθύνη γιά τή μεταφορά ἀκέραιου τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος καί γιά τή χειραγωγία ὁλόκληρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος στή λυτρωτική Τράπεζα τοῦ μυστικοῦ Δείπνου καί στό ἀποκαλυπτικό φῶς τῆς Πεντηκοστῆς τήν ἀναλύουν καί τήν ὑπογραμμίζουν, μέ ὅλο τό δυναμισμό τῆς ψυχῆς τους, οἱ φωτισμένοι διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχουν τιμηθεῖ μέ καθολική ἀναγνώριση καί πού ἔχουν κληροδοτήσει στούς διαδόχους τους καί στήν εὐρύτατη αὐλή τῆς Ἐκκλησίας τήν ἁγνότητα τῶν αἰσθημάτων τους καί τήν καθαρότητα τοῦ ποιμαντικοῦ μόχθου τους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, βαρειά πονεμένος ἀπό τήν πράξη μερικῶν ἀπερίσκεπτων χειριστῶν τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας, πού εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τή διείσδυση ἀνέτοιμων καί ἀνάξιων προσώπων στό Ἱερό Θυσιαστήριο, γράφει:
«Ἠσχύνθην ὑπέρ τῶν ἄλλων, ὅσοι, μηδέν τῶν πολλῶν ὄντες βελτίους, μέγα μέν οὖν, εἴ καί μή πολλῶ χείρους, ἀνίπτοις χερσίν,ὅ δή λέγεται, καί ἀμυήτοις ψυχαῖς τοῖς ἁγιωτάτοις ἑαυτούς ἐπεισάγουσι, καί πρίν ἄξιοι γενέσθαι προσιέναι τοῖς ἱεροῖς, μεταποιοῦνται τοῦ βήματος, θλίβονταί τε καί ὠθοῦνται περί τήν ἁγίαν Τράπεζαν, ὥσπερ οὐκ ἀρετῆς τόπον, ἀλλ᾿ ἀφορμήν βίου τήν τάξιν ταύτην εἶναι νομίζοντες, οὐδέ λειτουργίαν ὑπεύθυνον, ἀλλ᾿ ἀρχήν ἀνεξέταστον»(Ἀπολογητικός, 35). (Ντράπηκα γιά κείνους τούς ἄλλους, πού χωρίς νά ξεχωρίζουν ἀπό τούς πολλούς, γιά τήν ἀρετή τους, στριμώχνονται νά μποῦν στό Θυσιαστήριο καί στήν Ἁγία Τράπεζα, σάν ὁ χῶρος αὐτός νά μήν εἶναι τόπος τῆς ἀρετῆς, ἀλλά ἀφορμή γιά τό ἄνοιγμα στή βιοπάλη).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στούς ἐξειδικευμένους λόγους του γιά τήν Ἱερωσύνη, γράφει, ἀνάμεσα στά πολλά:
«Ὅταν Ἐκκλησίας προστῆναι δέῃ, καί ψυχῶν ἐπιμέλειαν πιστευθῆναι τοσούτων,... ἀγαγέσθωσαν εἰς τό μέσον οἱ πολλῷ τῷ μέτρῳ πλεονεκτοῦντες ἁπάντων, καί τοσοῦτον ὑψηλότεροι τῶν ἄλλων κατά τήν τῆς ψυχῆς ὄντες ἀρετήν, ὅσον τοῦ παντός ἔθνους Ἑβραίων κατά τό τοῦ σώματος μέγεθος ὁ Σαούλ, μᾶλλον δέ καί πολλῷ πλέον»(Περί Ἱερωσύνης Β ). (Ὅταν πρόκειται νά ἐκλεγοῦν ἡγετικά στελέχη τῆς Ἐκκλησίας, λειτουργοί, πού θά φροντίσουν γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν, θά πρέπει νά κληθοῦν ἐκεῖνοι, πού ξεπερνοῦν, κατά τήν ἀρετή τῆς ψυχῆς, ὅλους τούς ἄλλους, τόσο πολύ, ὅσο ὁ Σαούλ ξεπερνοῦσε, κατά τή διάπλαση τοῦ σώματός του, ὅλους τούς Ἑβραίους).
Θά προσθέσω καί μιά ἀκόμα ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διευρύνει τόν πίνακα τῶν προσόντων ἐκείνων, πού προσέρχονται νά διακονήσουν στόν Ἱερό Θυσιαστήριο καί νά ἐπωμιστοῦν τό ὑπέρβαρο λειτούργημα τῆς διδαχῆς καί τῆς χαρισματικῆς διαποίμανσης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. «Οὐ γάρ μόνον καθαρόν οὕτως, ὡς τηλικαύτης ἠξιωμένον διακονίας, ἀλλά καί λίαν συνετόν, καί πολλῶν ἔμπειρον εἶναι δεῖ, καί πάντα μέν εἰδέναι τά βιωτικά, τῶν ἐν μέσῳ στρεφομένων οὐχ ἧττον, πάντων δέ ἀπηλλάχθαι, μᾶλλον τῶν τά ὄρη κατειληφότων μοναχῶν» (Περί Ἱερωσύνης , VI, δ ). (Ἐκεῖνος, πού προσέρχεται νά διακονήσει στό Ἱερό Θυσιαστήριο, ὄχι μόνον πρέπει νά διαθέτει τήν καθαρότητα, πού ἁρμόζει στό λειτουργημά του, ἀλλά πρέπει νά εἶναι καί ἰδιαίτερα συνετός καί ἔμπειρος σέ πολλά πράγματα. Νά γνωρίζει ὅλα τά σχετικά μέ τή βιοπάλη, περισσότερο ἀπό ἐκείνους, πού ἀγωνίζονται μέσα στόν κόσμο καί, ταυτόχρονα, νά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς ἀδυναμίες καί τίς ἐκτροπές, περισσότερο ἀπό τούς μοναχούς, πού βρίσκονται στά βουνά).
***
Αὐτή ἡ λαχτάρα γιά γνήσια ἀρχιερωσύνη καί ἱερωσύνη, διέτρεξε στίς ζωντανές ἐκκλησιαστικές κοινότητες τῶν ἀποστολικῶν χρόνων καί πλούτισε τήν Ἐκκλησία μέ «ὑπηρέτας Χριστοῦ καί οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ» (Α΄ Κορινθ. δ΄ 1). Μέ ἅγιες ὑπάρξεις, πού διδάχτηκαν τά ἱερά γράμματα μέ πνεῦμα ἐξαγιασμένης μαθητείας καί προσφέρθηκαν στή διακονία τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καί στόν εὐαγγελισμό τοῦ λαοῦ μέ καθαρότητα καρδιᾶς καί μέ πιστότητα στό θεῖο πρόσταγμα.
Ὅταν ἀναδιφοῦμε τούς τόμους τῆς πλούσιας ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας καί ὅταν σκύβουμε, μέ εὐλάβεια στούς βίους τῶν ἁγίων μας, μένουμε ἔκθαμβοι. Προσωπικότητες γεμᾶτες χάρη Θεοῦ, Ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, μέ «θεῖο ἔρωτα» καί μέ διάφανη πορεία βίου καί ἀποστολικῆς προσφορᾶς, ἐξακολουθοῦν νά διδάσκουν, μέ τήν ἁγιοπνευματική διδαχή τους καί μέ τό φωτεινό παράδειγμά τους, ὅλους ἐκείνους, πού προσέρχονται, μέ πνεῦμα μαθητείας, στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνοίγουν τήν καρδιά τους γιά νά εἰσχωρήσει μέσα τους τό ὁδηγητικό φῶς καί ἡ εὐαισθησία τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Ὡστόσο, τά ἱστορικά θησαυρίσματα μᾶς ἀποκαλύπτουν καί τήν ἄλλη ἐμπειρία. Τή σχεδιασμένη, τή σκόπιμη καί ὕπουλη ἔνταξη στά ἀποστολικά λειτουργήματα προσώπων, πού ἀντί γιά τή φλόγα τῆς πίστης καί τῆς ἀφοσίωσης στό πρόσωπο τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἀρχιποίμενα, ἔτρεφαν στά βάθη τῆς ἀλλοτριωμένης ὕπαρξής τους τό ὄνειρο γιά τήν ἀπόκτηση περγαμηνῶν ἐξουσίας ἤ γιά τήν προώθησή τους σέ θέσεις, πού τούς ὑπόσχονταν κοσμική προβολή καί πλουτισμό ἀχόρταγο.
Κλασσικό παράδειγμα τέτοιας νόθου καί σκοτεινῆς ἀναζήτησης-πρώτης μετά τή θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας-συναντᾶμε καθώς διαβάζουμε τό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ὁ ἱερός συγγραφέας μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι στήν πόλη τῆς Σαμάρειας «ἀνήρ τις ὑπῆχε ἕνας μάγος, ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχε μαγεύων καί ἐξιστῶν τό ἔθνος τῆς Σαμαρείας, λέγων εἶναι τινα ἑαυτόν μέγαν» (Πράξ. η΄ 9). Καί ὅλοι τόν πρόσεχαν καί τόν ἀποδέχονταν, «διά τό ἱκανῷ χρόνῳ ἐξεστακέναι αὐτούς» (στ. 11). (Τόν ἄκουγαν καί τόν πρόσεχαν, ἐπειδή γιά μακρό χρονικό διάστημα τούς ἐντυπωσίαζε καί τούς ἐξέπληττε μέ τίς μαγεῖες του).
Ὁ μάγος αὐτός αἰφνιδιάστηκε, ὅταν ἄκουσε τό διάκονο Φίλιππο, νά κηρύττει τό Εὐαγγέλιο, νά μιλάει γιά τό πρόσωπο τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά ἀνοίγει, μπροστά στά πλήθη τό μονοπάτι, πού ὁδηγεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γοητευμένος ἀπό τήν «καινή διδαχή» ζήτησε νά βαπτιστεῖ. Ἀλλά, δέ σταμάτησε ἐκεῖ. Ἐθισμένος στά τεχνάσματα τῆς μαγείας, θεώρησε πώς μποροῦσε καί αὐτός νά κάνει θαύματα καί νά κερδίσει μέ αὐτά τήν ἐμπιστοσύνη καί τήν ὑποταγή τοῦ πλήθους. «Ἰδών ὅτι διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα λέγων: δότε κἀμοί τήν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐάν ἐπιθῶ τάς χεῖρας λαμβάνῃ πνεῦμα Ἅγιον».
Τό αἴτημα αὐτό τοῦ Σίμωνα ἦταν μιά προκλητική βλασφημία. Ἦταν ἔκφραση σκοπιμότητας, κοινοποίηση τοῦ σκοτεινοῦ ὁράματός του, νά ἐπεκτείνει τίς μαγικές του ἐπιδόσεις καί νά αὐξήσει τή στάθμη τῶν κερδῶν του.
Ἄμεσα, χωρίς νά τοῦ παραχωρηθεῖ χρόνος γιά ὑποστήριξη τῶν ἀπόψεών του ἤ γιά ἀπολογία, τόν ἀπόκοψε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπό τήν ἐκκλησισστική κοινωνία τῶν ἁγίων. Μέ σοβαρότητα, ἀλλά καί μέ αὐστηρότητα, τοῦ εἶπε: «τό ἀργύριόν σου σύν σοί εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διά χρημάτων κτᾶσθαι. οὐκ ἔσται σοι μερίς οὐδέ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ, ἡ γάρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»(στ. 20-21). (Καί σύ καί τό ἀργύριό σου προορίζεστε νά χαθεῖτε. Καί αὐτό γιατί πίστεψες ὅτι, μέ τά χρήματά σου, μπορεῖς νά ἀποκτήσεις τή μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ).
Ὁ Σίμων, ὁ πρώην μάγος, αἰφνιδιάστηκε, συγκλονίστηκε καί μετανόησε. Τό ὄνομά του, ὅμως καί ἡ πράξη του ἔμειναν ἀναρτημένα στή βίβλο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας, γιά νά ἐπισημαίνουν καί νά στιγματίζουν τίς διολισθήσεις τῶν λειτουργῶν τῶν ἁγίων Μυστηρίων στήν ἐπαγγελματοποιημένη Ἀρχιερωσύνη καί Ἱερωσύνη, πού ἁπλώνει τά χέρια, γιά νά βαστάσει τόν Κρατήρα τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἴματος τοῦ Ἰησοῦ, στοχεύοντας στήν οἰκοδόμηση μεγαλείου, στήν ὑλική ἀμοιβή καί στό βέβηλο, ἄμετρο πλουτισμό.
Οἱ πατέρες μας, πού διακόνησαν μέ πιστότητα τό Ἱερό Θυσιαστήριο, τίς παρόμοιες ἐκφυλιστικές συμπεριφορές τίς κωδικοποίησαν μέ τό ὄνομα τοῦ πρώτου καταλυτή τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης, τοῦ Σίμωνα. Ἀπό τότε, ἴσαμε σήμερα, ἡ ἐξαγορά μέ χρήματα ἤ μέ ἄλλες παροχές τοῦ Ἀρχιερατικοῦ ἤ τοῦ Ἱερατικοῦ ἀξιώματος χαρακτηρίζεται «Σιμωνία» καί ἀντιμετωπίζεται μέ βαρύτατες «Κανονικές» ποινές.
***
Μιά ἔντιμη καί προσεκτική διερεύνηση τῶν ἱστορικῶν καταλοίπων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας ἀποκαλύπτει, ὅτι πλάϊ στούς σεμνούς φορεῖς τῆς ἀποστολικῆς Χάριτος, στούς λειτουργούς, πού ὑπηρετοῦν μέ πυρωμένη καρδιά τήν Τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί ἐξαγγέλλουν πρός κάθε κατεύθυνση, μέ παρρησία, τό Εὐαγγελικό μήνυμα, διακινοῦνται καί οἱ πλαστογράφοι τοῦ ἀποστολικοῦ ὑπουργήματος, πού στοχεύουν στήν πρόκληση ἐντυπώσεων καί στήν ἐξασφάλιση ἀμοιβῶν.
Ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ἀνακόψει τό ρεῦμα τῆς Σιμωνίας θέσπισε Ἱερούς Κανόνες, πού ὄχι μόνο κακίζουν, ἀλλά καί κολάζουν τή βέβηλη τακτική. Οἰκουμενικές Σύνοδοι, μέ ὅλο τό βάρος τοῦ κύρους τους, ἀλλά καί Τοπικές Σύνοδοι, πού ἄνοιξαν στήν τράπεζα τῆς μελέτης καί τῆς κρίσης τέτοια περιστατικά, ἀντέδρασαν ἔντονα καί ἐπέβαλαν ἐπιτιμήσεις καί ποινές στούς παραβάτες τῆς ἀξιοπρέπειας καί τῆς ἀποστολικῆς καθαρότητας.
***
Τό ἐρώτημα, πού ἀναδύεται ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας καί ἀναστατώνει τίς συνειδήσεις μας, εἶναι τοῦτο.
Σήμερα, σ᾿ αὐτή τήν καμπή τῶν αἰώνων καί σ᾿ αὐτή τή διαπλοκή ἤ τήν ἀντιπαράθεση τῶν πολιτιστικῶν ρευμάτων, οἱ ἡγέτες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρονόμοι τῆς ἀποστολικότητας καί τῆς ἁγιότητας, πορεύονται στοιχημένοι στό παράδειγμα καί στήν πρακτική τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἤ μαγεύονται ἀπό τό μάγο Σίμωνα καί χτυποῦν τίς πόρτες τῆς ἐξουσίας, γιά νά ἀπολαύσουν καλοστόλιστους θρόνους καί προνόμια πλασματικῆς, κοσμικῆς κλίμακας;
Ὅποιος παρακολουθεῖ ἀπό κοντά καί μέ λαχτάρα ψυχῆς τίς μεθοδεύσεις καί τίς ἐξελίξεις στούς σύγχρονους Συνοδικούς χώρους, θλίβεται βαθύτατα, γιατί διαπιστώνει, ὅτι ἡ ἀποστολικότητα, τό κύριο χαρακτηριστικό καί χαρισματικό ἰδίωμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει περάσει στά κατάστιχα τῶν τυπικῶν προσόντων τῶν ὑποψήφιων Ἐπισκόπων καί στίς τυπικές διατάξεις τῆς τελετουργίας τῆς χειροτονίας τους.
Κρατεῖται μόνο, ὡς ἁλυσιδωτή διαδοχή, πού ξεκινάει ἀπό τούς δώδεκα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας καί κυλάει στό χρόνο καί στούς αἰῶνες, χωρίς νά διακόψει τή συνοχή της καί νά αὐτονομηθεῖ ἀπό τή μακρά σειρά τῶν λειτουργῶν τῶν Ἁγίων Μυστηρίων.
Αὐτό θεσπίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες. Αὐτό ὁρίζει τό τελετουργικό Τυπικό τῆς Ἁγιότατης Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά αὐτό τό ἐπεκτείνει καί τό ἀποσαφηνίζει καί τό ἐπιβάλλει, μέ πολύ εὐρύτερα ἀνοίγματα καί μέ βαρύτερο φόρτο εὐθυνῶν ἡ ἱστορία τῆς Ἀποστολικότητας, πού τήν ἔγραψαν μέ τή φωτεινή ζωή τους καί μέ τό ποιμαντικό τους ἔργο οἱ μεγάλες προσωπικότητες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας.
Τό καυτό ἐρώτημα:
Τηροῦνται αὐτά σήμερα; Δυστυχῶς, ὄχι. Θά σᾶς φανεῖ παράξενο, ἀλλά ἔτσι εἶναι. Μιά μικρή ὁμάδα Ἱεραρχῶν, τό διαβόητο «κλάμπ τῆς ἀρχοντιᾶς» συνέρχεται σέ σκοτεινή διαβούλευση καί ἀποφασίζει ποιός θά εἶναι ὁ νέος ποιμενάρχης. Τά κριτήρια, πού ὑπαγορεύουν καί ὁριστικοποιοῦν τήν ἐπιλογή, δέν εἶναι ἡ πνευματική ὡριμότητα τοῦ ὑποψήφιου, ἡ λιπαρή μόρφωσή του καί οἱ ποιμαντικές του ἱκανότητες, ἀλλά ἡ σχέση του καί ἡ ἐξάρτησή του ἀπό τά δυναμικά πρόσωπα τοῦ «κλάμπ τῆς ἀρχοντιᾶς». Ἅμα εἶναι προσδεμένος σ᾿ αὐτή τήν ἁλυσίδα, οἱ ἄλλες προδιαγραφές περιττεύουν.
Ἡ πρακτική αὐτή, στερεωμένη καί παγιωμένη κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ἔσυρε τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν περιφρόνηση καί στή χλεύη. Ὁ λαός παρακολουθεῖ δεσποτάδες, μέ βαρύτιμες ἀμφιέσεις καί μέ βηματισμό αὐτοεπίδειξης, ἀλλά δέ διακρίνει στά πρόσωπά τους καί στίς κινήσεις τους τή σοβαρότητα τοῦ ποιμένα καί τήν ἱλαρότητα τοῦ πατέρα. Ξένοι οἱ ποιμένες. Ἄγνωστες οἱ προθέσεις τους. Θολη ἡ προσφορά τους. Κομμένη ἡ διασύνδεσή τους μέ τους ἁγίους Ἀποστόλους καί μέ τήν ὁμήγυρη τῶν γνήσιων καί δυναμικῶν διαδόχων τους.
Ὁ σημερινός προκαθήμενος εἶναι «ἀφωνότερος ἰχθύος καί ἀπραγώτερος βατράχου». Τά μέλη τοῦ «κλάμπ τῆς ἀρχοντιᾶς», λανσάρουν φιλελευθερισμό καί ἀπανωτές ἀπολαύσεις. Ὁ περιφερόμενος θίασος τῶν πανηγυριστῶν, λιτανεύει τή χλιδή καί εἰσπράττει τήν καλοπέραση. Καί...μηδέν πλέον.
***
«Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου...